- ξενόγλωσσος
- -η, -οαυτός που μιλά ή γράφεται σε ξένη γλώσσα: Ξενόγλωσσο κείμενο. – Ξενόγλωσσο βιβλίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξενόγλωσσος — η, ο 1. αυτός που μιλά ξένη γλώσσα 2. γραμμένος σε ξένη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + γλωσσος (< γλώσσα). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
αλλόγλωσσος — η, ο (Α ἀλλόγλωσσος, ον) αυτός που μιλά ξένη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + γλωσσος < αρχ. γλῶσσα. ΠΑΡ. ἀλλογλωσσία] … Dictionary of Greek
αλλόθρους — ἀλλόθρους, ουν και οος, ον (Α) 1. αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος 2. αλλότριος, ξένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + θροῦς] … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ετερογλωσσία — η [ετερόγλωσσος] η ιδιότητα τού ετερόγλωσσου, το να είναι κάποιος ξενόγλωσσος … Dictionary of Greek
ετερόγλωσσος — η, ο (Α ἑτερόγλωσσος, ον και αττ. τύπος ἑτερόγλωττος, ον) αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος, ο αλλόγλωσσος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διαφορετικές γλώσσες. επίρρ... ἑτερογλώσσως σε ξένη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * +… … Dictionary of Greek
ετερόθροος — ἑτερόθροος, οον (Α) 1. ξενόγλωσσος, αλλόγλωσσος 2. εκείνος που ηχεί διαφορετικά από πρώτα 3. (για την ηχώ) αυτός που παράγει κι άλλο ήχο, διπλό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θροος (< θρους «θόρυβος, φήμη»)] … Dictionary of Greek
ετερόφωνος — η, ο (Α ἑτερόφωνος, ον) αυτός που έχει διαφορετική φωνή νεοελλ. 1. αυτός που μιλά διαφορετική γλώσσα, ο αλλόγλωσσος, ο ξενόγλωσσος 2. αυτός που πάσχει από ετεροφωνία αρχ. συνεκδ. αυτός που δεν συμφωνεί, ο ασύμφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + φωνος… … Dictionary of Greek
νέγκατρον — και νεγκατρόνιο, το 1. ξενόγλωσσος όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται το σύνηθες ηλεκτρόνιο που φέρει αρνητικό φορτίο, σε αντίθεση με το θετικό ηλεκτρόνιο, ή, αλλ., ποζιτρόνιο 2. (ηλεκτρ.) θερμιονική λυχνία κενού με τέσσερα ηλεκτρόδια η οποία έχει… … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek